Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

ΝΑ ΑΝΑΝΤΡΑΝΙΣΟΥΜΕ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ...

Eπιστροφή στα πάτρια εδάφη μετά από αρκετό καιρό. 4 μήνες για την ακρίβεια, διάστημα που μπορεί να ακούγεται μεγάλο, αλλά βιωματικά νομίζεις πως πρόκειται για μια-δυο βδομάδες το πολύ από τότε που μπήκες στο καράβι μέρα Αυγούστου με καύσωνα και επιστρέφεις παραμονή Χριστουγένων με μάλλινο και βαρύ μπουφάν.
Επιστροφή στην  Κρήτη, λοιπόν, που μόλις την πατήσεις αναδίδει, θαρρείς, μία παράξενη ενέργεια, μια ιδιόμορφη ένταση, όπως και σε καθέναν από εμάς ο πατρογονικός του τόπος. Η υποδοχή θερμή, τα φιλιά και οι αγκαλιές πολλά, αυτά που πρέπει να ειπωθούν και να δεις μέσα σε μία μόλις εβδομάδα ακόμη περισσότερα.
Ο ουρανος και τα σύννεφα είναι βαριά εδώ κάτω για 4η συνεχόμενη  ημέρα και η βροχή δεν λέει να σταματήσει. Ίσως να αληθεύει, τελικά, αυτό που λένε, ότι αποτυπώνει την ψυχική διάθεση των ανθρώπων. Γιατί και αυτή έτσι είναι αυτό τον καιρό στη Μεγαλόνησο.Στο δρόμο προς το σπίτι, παντού κλεισμένα μαγαζιά και επιχειρήσεις, με ένα πελώριο "ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ" να χάσκει στην είσοδο, για να υπενθυμίζει ότι πλέον αποτελούν ερείπια ονείρων και προσδοκιών που δεν υπάρχουν πια. Αλλά και στη μικρή μας κωμόπολη, η κατάσταση ίδια και απαράλλακτη. Παντού κατήφεια, συγκεκαλυμμένος θυμός και κυρίως φόβος και αγωνία για το μέλλον. Οι μεγάλες επιχειρήσεις, που από αυτές ζούσαν και ζούν δεκάδες οικογένειες, έκλεισαν ή είναι στ απρόθυρα λουκέτου. Τα οικογενειακά μαγαζιά φυτοζωούν και αγωνίζονται για την επιβίωσή τους.Στην κεντρική αγορά της πόλης, που λίγα χρόνια πριν έσφυζε από ζωή, 1 στα 2 καταστήματα είναι πια κλειστά.  Και στη δική μας οικογενειακή επιχείρηση, η κατάσταση δύσκολη. "50% κάτω η δουλειά, παιδί μου, και φέσια, πολλά φέσια..." μου λέει με πίκρα η μάνα μου, που εξακολουθεί να εργάζεται 16 ώρες την ημέρα.
Ο στολισμός παντού ανύπαρκτος. Λες και τα Χριστούγεννα δεν έφτασαν  ποτέ εδώ κάτω. "Με τι όρεξη να στολίσεις, ρε φίλε, για στολίδια είμαστε τώρα;" είναι σαν να σου φωνάζει η πόλη από κάθε γωνιά και τοίχο της. Σε μία μικρή επαρχιακή κοινωνία της Κρήτης, όπως η δική μας, δύο κυρίως είναι οι κλάδοι που κινούν την τοπική οικονομία: ο αγροτικός και αυτός της οικοδομής. Και οι 2 καρκινοβατούν. "Με 1,90 τι να το πουλήσω το λάδι να το κάνω;Ούτε τα μεροκάματα των εργατών δεν βγαίνουν, ούτε τα έξοδά μου!Μέσα θα το κρατήσω!" μου λέει φωνάζοντας ένας αψίκορος γείτονάς μας, αποτυπώνοντας πλήρως την κατάσταση. Από την άλλη, η οικοδομή έχει πια καταρρεύσει. Τίποτα δεν χτίζεται πια, και έτσι, κλάδοι ολόκληροι που σιτίζονταν από τον κατασκευαστικό τομέα, βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού.Την ίδια ώρα, με τους μισθούς και τις συντάξεις περικομμένες, ο κόσμος νιώθει να χάνεται και η τελευταία σταθερά που νόμιζε ότι έχει. Έτσι, δεν είναι απορίας άξιον που η αγορά έχει στεγνώσει από ρευστό και ο κόσμος βράζει. Ως και οι νέοι, που από τη φύση τους είναι αισιόδοξοι, μοιάζουν να συμμερίζονται τη δυσκολία της κατάστασης. Μισοάδεια από κόσμο είναι και τα νεανικά στέκια, που τέτοια εποχή, λόγω και της επιστροφής των φοιτητών για τις διακοπές τους, ήταν γεμάτα ζωή και φωνές.
Αν νομίζετε πως τα παρουσιάζω όλα μαύρα, τότε σας διαβεβαιώ ότι απλά αποτυπώνω την κατάσταση που βιώνω εδώ και λίγες ημέρες σε μία πολύ μικρή, αλλά απολύτως ενδεικτική, επαρχιακή κοινωνία. Με όλους όσους συνομιλώ αυτές τις μέρες, δεν βρήκα ούτε ένα άτομο, που να διατυπώνει έστω μία ελπίδα, να αφήνει ανοιχτό ένα παράθυρο αισιοδοξίας για το μέλλον. Κι όταν ένας τόπος χάνει την ελπίδα του, τότε δύσκολα υπάρχει γυρισμός. Εγω διατηρώ ακόμη μία μικρή. Όταν επιστρέψω ξανά, την επόμενη φορά, να ξαναβρώ τους ίδιους ανθρώπους πιο γελαστούς, πιο αισιόδοξους, πιο χαρούμενους...Να έχουν όλοι κι εμείς μαζί ξαναβρεί αυτό που μοιάζει να έχουμε χάσει τον τελευταίο καιρό. Να αναντρανίσουμε, όπως λέμε στο νησί. Μπας κι υπάρξει ελπίδα να προχωρήσουμε μπροστά...Να αναντρανίσουμε, ρε παιδιά...

Επιμέλεια: Μιχάλης Χορευτάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: