Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Ακούστε τώρα, την ιστορία του Κεμάλ...

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011. Η βροχή πότιζε τους δρόμους της Αθήνας. Βρισκόταν σταματημένος στο φανάρι.
Έλληνας. Άνεργος. Ετών 52. Παντρεμένος με ένα παιδί.
Ξαφνικά τον είδε μπροστά του, βρεγμένο μέχρι το κόκκαλο.
Κονγκολέζος. Μετανάστης. Ετών 25. Παντρεμένος με τρία παιδιά.

- «Πάρε μπανάνα δύο ευρώ», του είπε.
- «Άσε ρε φίλε δεν έχω», του απάντησε.
- «Σε παρακαλώ, πάρε. Μόνο δύο ευρώ».
- «Δεν έχω σου είπα».
- «Σε παρακαλώ, πεινάω. Έχω να φάω δύο μέρες».
Του κόπηκαν τα γόνατα. Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα κοκκινισμένα απ' την αυπνία μάτια του και τότε ένιωσε σαν να έβλεπε έναν άλλο εαυτό του στον καθρέφτη. Τον λυπήθηκε.
- «Μπές μέσα» του είπε και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. Ο Κονγκολέζος τα έχασε. Παρ' όλα αυτά μπήκε.
- «Και τώρα, πες μου την ιστορία σου», του είπε.
- «Με λένε Κεμάλ. Γεννήθηκα το 1985 στο Κονγκό. Ήμουν το 7ο παιδί. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε στον πόλεμο. Την μάνα μου την έσφαξαν οι κυβερνητικοί αφού πρώτα την είχαν βιάσει. Τα αδέλφια μου τα πήραν στην Μποτσουάνα, να δουλέψουν στα ορυχεία των διαμαντιών. Οι μόνοι που γλίτωσαν ήμασταν εγώ και ο αδελφός μου. Ήρθαμε στην Ελλάδα, πριν 5 χρόνια. Από τότε, κάνουμε ό,τι δουλειά βρούμε και τρώμε μόνο όταν έχουμε, για να μπορέσουμε να ζήσουμε».
- «Και τί κάνετε; Τα καταφέρνετε; Πώς είναι η ζωή σας;».
- «Στην αρχή ήταν δύσκολα. Πέντε μήνες στο κρατητήριο, με ένα ποτήρι νερό και ένα κομμάτι ψωμί, αλλά και με πολύ ξύλο από την αστυνομία. Στη συνέχεια, μας άφησαν ελεύθερους και μας είπαν ότι μπορούμε να ζήσουμε στην Ελλάδα για τρεις μήνες. Μετά θα έπρεπε να φύγουμε. Οι τρεις μήνες γίναν πέντε χρόνια. Πέντε χρόνια, χωρίς χαρτιά, με κυνηγητό και ξύλο απ' την αστυνομία».
- «Και τώρα τί κάνετε;».
- «Ό,τι κάναμε και πιο πριν. Προσπαθούμε να ζήσουμε. Εγώ πουλάω μπανάνες και ο αδελφός μου CD. Και αν δε τα καταφέρουμε να ζήσουμε, τότε προτιμούμε να πεθάνουμε εδώ σαν άνθρωποι, παρά να γυρίσουμε στο Κονγκό».
«Σαν άνθρωποι...» σκέφτηκε.
«Προτιμούν, να πεθάνουν σαν άνθρωποι στην Ελλάδα. Αστείο δεν είναι; Πως μπορεί να πεθαίνει κάποιος σαν άνθρωπος, σε μια τέτοια χώρα; » συνέχισε τη σκέψη του.
- «Πόσο κάνουν οι μπανάνες είπες; ».
- «Δύο ευρώ».
- «Πάρε δέκα και κατέβα στο επόμενο φανάρι. Είσαι κοντά από εδώ; ».
- «Καλά είμαι. Ευχαριστώ πολύ» είπε ο Κεμάλ.
Ο Κεμάλ κατέβηκε, και ο άνεργός μας συνέχισε την πορεία του, σκουπίζοντας ένα δάκρυ από το μάγουλό του.
«Σου εύχομαι να τα καταφέρεις» μουρμούρισε.
Έλληνας. Άνεργος. Ετών 52. Παντρεμένος με ένα παιδί. Ο άνθρωπός μας δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος...


Επιμέλεια: Χρυσόστομος Βουλγαρόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: